Στυτική Δυσλειτουργία, από τη Διάγνωση στη Θεραπεία
Η δυσλειτουργία της στύσης χαρακτηρίζεται ως ένα νευρο-αγγειακό φαινόμενο κι έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία επίτευξης στύσης με αρκετή σκληρότητα και διάρκεια ώστε να επιτευχθεί ικανοποιητική σεξουαλική επαφή για τουλάχιστον 6 μήνες.
Περισσότεροι από 200.000.000 άνδρες στον κόσμο πάσχουν από στυτική δυσλειτουργία και στο μέλλον ο αριθμός θα αυξηθεί δραματικά ενώ τουλάχιστον 300.000 Έλληνες αντιμετωπίζουν πρόβλημα δυσλειτουργίας στύσης.
Η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί πρόβλημα προσωπικό αλλά και κοινωνικό με πολλές προεκτάσεις γι αυτόν τον λόγο ο κάθε ανδρολογικός ασθενής χρειάζεται ιδιαίτερη μεταχείρηση και φυσικά σωστή προσέγγιση στο πρόβλημά του. Η ταυτοποίηση του αιτίου της στυτικής δυσλειτουργίας σε σχέση με τα απαραίτητα στοιχεία θα προσφέρουν την καλύτερη και ουσιαστικότερη θεραπεία στον ασθενή.
Η άγνοια και ο φόβος που συνοδεύουν τη στυτική δυσλειτουργία, κάνουν αδύνατη την αντιμετώπιση της, μια και μόνο το 5% των ανδρών που αντιμετωπίζει στυτικά προβλήματα απευθύνεται σε ειδικούς, ενώ θα μπορούσε να υπάρξει θεραπεία για το 95% των περιπτώσεων. Υπάρχουν διάφορα αίτια στυτικής δυσλειτουργίας που λίγο πολύ είναι γνωστά. Οι δύο βασικές ομάδες στυτικής δυσλειτουργίας είναι οι ψυχικού και οι οργανικού τύπου. Τα νευρογενή αίτια υπάγονται στου οργανικού τύπου όπου και γίνεται αναφορά λίγο πιο κάτω.
Η στυτική δυσλειτουργία μπορεί να εμφανιστεί με διάφορες μορφές, έχοντας συνεχή ή κατά διαστήματα προβλήματα στυτικού χαρακτήρα π.χ. χαλαρή στύση, δεν υπάρχει διάρκεια σκληρότητας, μειωμένη αισθητικότητα κ.α. Επίσης μπορεί να υπάρχουν διαταραχές εκσπερμάτισης όπως (η πολύ συχνή) πρόωρη εκσπερμάτιση ή και η αδυναμία εκσπερμάτισης ή αλλιώς η καθυστερημένη εκσπερμάτιση, επίσης η έλλειψη ή σημαντικά μειωμένη ερωτική επιθυμία, η απουσία ή η μείωση της συχνότητας και της έντασης των πρωινών ή και νυκτερινών στύσεων, η γενικότερη αδυναμία στύσης ή διακυμάνσεις αυτής τη στιγμή της ερωτικής επαφής ή αδυναμία διατήρησης της στύσης κατά τη διάρκεια των ερωτικών παιχνιδιών.
Σε όλες αυτές τις καταστάσεις θα πρέπει να ελέγχεται η στυτική λειτουργία. Οι περισσότεροι άνδρες ακόμη και όταν συνειδητοποιούν το πρόβλημα τους δεν προσφεύγουν σε ιατρικές λύσεις, αλλά προσπαθούν με ανορθόδοξους τρόπους να το αντιμετωπίσουν. Είναι αξιοσημείωτο ότι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Ευρωπαϊκές χώρες ο μέσος χρόνος που μεσολαβεί, από την εγκατάσταση του προβλήματος μέχρι την πρώτη επίσκεψη στο γιατρό είναι περίπου δύο χρόνια. Χαρακτηριστικά, μόνο το 5% των ανδρών που αντιμετωπίζει στυτικά προβλήματα απευθύνεται σε ειδικούς, ενώ θα μπορούσε να υπάρξει θεραπεία για το 95% των περιπτώσεων.
Νευρογενή αίτια είναι όταν τα νεύρα (που σχετίζονται με την λειτουργία του πέους) δεν λειτουργούν ικανοποιητικά και προκαλείται διαταραχή στη μεταφορά του ερεθίσματος-μηνύματος από τον εγκέφαλο προς το πέος. Νευρολογικές παθήσεις όπως οι κακώσεις της σπονδυλικής στήλης και η σκλήρυνση κατά πλάκας, καθώς και χειρουργικές επεμβάσεις που γίνονται στην περιοχή της λεκάνης είναι νευρολογικά αίτια στυτικής δυσλειτουργίας.
Επίσης η στυτική δυσλειτουργία μπορεί να οφείλεται και σε ορμονικά αίτια, όπως για παράδειγμα, στην έλλειψη “ανδρικών” ορμονών καθώς και η χρήση ή η κατάχρηση φαρμακευτικών ουσιών. Αρκετά φάρμακα, κυρίως όμως αυτά που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της υπέρτασης, των καρδιοπαθειών και των ψυχικών διαταραχών έχει βρεθεί πως μπορούν να επηρεάσουν την επίτευξη στύσης , όπως συχνά φαίνεται και στις ανεπιθύμητες ενέργειές τους.
Οι άντρες που πάσχουν από στυτική δυσλειτουργία πρέπει να υποβάλλονται σε ιατρικό έλεγχο και για καρδιαγγειακά νοσήματα γιατί μπορεί να είναι πρώιμη ένδειξη αυτών σύμφωνα με μια ιταλική μελέτη που έχει δημοσιευτεί πρόσφατα. Η στυτική δυσλειτουργία λοιπόν, μπορεί να εκδηλωθεί νωρίτερα από την καρδιακή νόσο διότι η πεϊκή αρτηρία έχει μικρότερη διάμετρο από τις στεφανιαίες και πιθανά να είναι αυτή η αιτία που εμφανίζεται πρώτα η στυτική δυσλειτουργία.
Η διαγνωστική προσέγγιση περιλαμβάνει το ιστορικό του ασθενούς (πολύτιμη η χρήση ειδικών ερωτηματολογίων όπως o διεθνής δείκτης στυτικής λειτουργίας ΙΙΕF), την εκτίμηση του ψυχολογικού του προφίλ, την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο με γενικές εξετάσεις αίματος (σάκχαρο, λιπίδια) και ειδικές, όπως η μέτρηση συγκεκριμένων ορμονών (FSH, LH, Προλακτίνη , Τεστοστερόνη). Βασίζεται δε σε εξειδικευμένες εξετάσεις που στηρίζονται στην πρόκληση στυτικών επεισοδίων με τη χρήση αγγειοδιασταλτικών ουσιών και τον έλεγχο αυτών. Αυτές είναι η δυναμική σκληρομετρία πραγματικού χρόνου (RT Rigiscan) και το Doppler υπερηχογράφημα των πεϊκών αρτηριών.
Πολύτιμη είναι η μελέτη των νυκτερινών στύσεων (NPT), των αντανακλαστικών, δηλαδή, στυτικών επεισοδίων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου. Αυτές, έχοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (αριθμό, διάρκεια, σκλητότητα) και εκφράζοντας την ομαλή ή όχι λειτουργία του στυτικού μηχανισμού ανεξαρτήτως ψυχογενών ερεθισμάτων, μπορούν να θέσουν τη διαφορική διάγνωση μεταξύ ψυχογενούς και οργανικής διαταραχής. Έτσι ελέγχεται πλήρως ο ασθενής με σκοπό αφενός μεν την αποκάλυψη και θεραπεία ασθενειών που κρύβονται πίσω ή προκαλούν τη στυτική δυσλειτουργία αφετέρου δε την αντιμετώπιση του στυτικού προβλήματος.
Doppler – Triplex Πέους
Ο υπερηχο-τομογραφικός έλεγχος συνοδευόμενος από έγχρωμο Doppler – Τriplex πέους μετά από έγχυση αγγειοδραστικής ουσίας δίνει την απάντηση. Καθορίζει αν η στυτική δυσλειτουργία οφείλεται σε οργανικά αίτια αφού υπολογίζει με μεγάλη ακρίβεια την αρτηριακή και φλεβική επάρκεια ή ανεπάρκεια αντίστοιχα, την μέγιστη συστολική πίεση (PSV), την τελοδιαστολική πίεση (EDV), τον δείκτη RI (resistive index), την διάμετρο των σηραγγωδών αρτηριών του πέους καθώς και την μεταβολή των σηραγγωδών σωμάτων πριν και κατά την στύση.
Είναι πολύ σημαντική η εξέταση αυτή διότι μπορεί ν αποκλείσει άμεσα τον ψυχολογικό παράγοντα ή αν συνυπάρχει. Εφ όσον γίνει η εξέταση αυτή πολλές φορές δεν χρειάζεται να γίνουν όλες οι εξετάσεις που αφορούν την το πρόβλημα (αιματολογικές κ.α.) διότι δείχνει πιο είναι το πρόβλημα και μάλιστα αν το αίτιο είναι αγγειακής αιτιολογίας, πολύ σημαντικό για τον Ειδικό Ουρολόγο. Η εξέταση γίνεται σε χώρο ιατρείου, φυσικά είναι απεικονιστική (όπως ο υπέρηχος) και ανώδυνη, σύντομη και πάνω απ όλα εύστοχη, αποτελεσματική και σίγουρη στην απάντηση που δίνει.
Έτσι, λοιπόν, αναλόγως του αιτίου προβαίνουμε και στην ανάλογη αντιμετώπιση.